επίπεδος

επίπεδος
-η, -ο
επίρρ.
1. που έχει ομαλή επιφάνεια (χωρίς εσοχές και προεξοχές), ο ισόπεδος, ο ισοπεδωμένος.
2. (γεωμ.), φρ., «επίπεδη επιφάνεια», η επιφάνεια σε οποιαδήποτε διεύθυνση της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα η ευθεία γραμμή.
3. που έχει τέτοια επιφάνεια ή που αναφέρεται σε τέτοιες επιφάνειες: Επίπεδος τοίχος. – Επίπεδο σχήμα.
4. (ζωγρ.), φρ., «επίπεδη τέχνη», η τέχνη που αναπαριστά τα αντικείμενα σε ένα και μόνο επίπεδο, δηλ. σε δύο μόνο διαστάσεις χωρίς προοπτική (βάθος).
5. το ουδ. ως ουσ., επίπεδο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπεδος — on the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπεδώτερον — ἐπίπεδος on the ground masc acc comp sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπεδος on the ground adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπέδως — ἐπίπεδος on the ground adverbial ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπεδον — ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπεδώνω — [επίπεδος] κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, μεταβάλλω ανώμαλη επιφάνεια σε επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπεδεστέρῳ — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπεδωτέροις — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπεδέστερα — ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπέδοιν — ἐπίπεδος on the ground masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”