- επίπεδος
- -η, -οεπίρρ. -α1. που έχει ομαλή επιφάνεια (χωρίς εσοχές και προεξοχές), ο ισόπεδος, ο ισοπεδωμένος.2. (γεωμ.), φρ., «επίπεδη επιφάνεια», η επιφάνεια σε οποιαδήποτε διεύθυνση της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα η ευθεία γραμμή.3. που έχει τέτοια επιφάνεια ή που αναφέρεται σε τέτοιες επιφάνειες: Επίπεδος τοίχος. – Επίπεδο σχήμα.4. (ζωγρ.), φρ., «επίπεδη τέχνη», η τέχνη που αναπαριστά τα αντικείμενα σε ένα και μόνο επίπεδο, δηλ. σε δύο μόνο διαστάσεις χωρίς προοπτική (βάθος).5. το ουδ. ως ουσ., επίπεδο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.